- λιπαρόμματος
- λῐπᾰρ-όμμᾰτος, ον,A lustrous-eyed, Licymn.4, Arist.Phgn.808a34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιπαρόμματος — λιπαρόμματος, ον (Α) αυτός που έχει λαμπερά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + όμματος (< ὄμμα), πρβλ. γλαυκ όμματος] … Dictionary of Greek
λιπαρόμματε — λιπαρόμματος lustrous eyed masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρόμματοι — λιπαρόμματος lustrous eyed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek
όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… … Dictionary of Greek